τετραδίου

τετραδίου
τετράδιον
guard
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατεβατός — ή, ό [κατεβάζω] 1. αυτός που φέρεται προς τα κάτω, που κατεβαίνει ή που εκχύνεται από ψηλά 2. αυτός που φέρει προς τα κάτω, κατηφορικός 3. το ουδ. ως ουσ. το κατεβατό α) πυκνογραμμένη σελίδα βιβλίου, τετραδίου, επιστολής κ.λπ. β) μακροσκελής… …   Dictionary of Greek

  • ντύμα — το [ντύνω] 1. κάλυμμα σώματος, ρούχο, φόρεμα, ένδυμα 2. επένδυση βιβλίου ή τετραδίου 3. φρ. «ντύμα τού φιδιού» το ακέραιο δέρμα τού φιδιού που αποβάλλεται, φιδοπουκαμισο 4. δέρμα …   Dictionary of Greek

  • σπιράλ — το, Ν 1. είδος εντομοαπωθητικού αποτελούμενο από στερεό υλικό σε σχήμα σπείρας με πολλαπλές έλικες, το οποίο ανάβεται στο εξωτερικό του άκρο και αργοκαίει 2. ιατρ. είδος αντισυλληπτικού πώματος που εισάγεται στον κολεό τής μήτρας, σπείραμα 3.… …   Dictionary of Greek

  • κατεβατός — ή, ό 1. αυτός που φέρεται προς τα κάτω: Έρχεται κατεβατός άνεμος από το βουνό. 2. το ουδ. ως ουσ., κατεβατό σημαίνει σελίδα βιβλίου, τετραδίου κ.ά.: Έχω να διαβάσω ένα κατεβατό ακόμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”